βολεών

βολεών
βολεών, ῶνος, ,
A dunghill, Din. ap. Harp., Philem.221 codd., Nic. ap. Harp., Eust.1404 fin.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βολεών — dunghill masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολεῶνας — βολεών dunghill masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολεῶνες — βολεών dunghill masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βολεῶσι — βολεών dunghill masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”